- ἐφύμνια
- ἐφύμνιονburdenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφυμνία — ἐφυμνία, ἡ (Α) ύμνος επαινετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕμνος ή < ἐφ υμνῶ] … Dictionary of Greek
αίνοι — Ονομασία των τριών τελευταίων ψαλμών του Ψαλτηρίου (ρμη’, ρμθ’, ρν’). Την ονομασία τους οφείλουν στο προτρεπτικό «αινείτε», με το οποίο αρχίζουν οι περισσότεροι στίχοι τους. Στην εποχή του Χριστού αποτελούσαν μέρος της πρωινής λατρείας της… … Dictionary of Greek